- μετακομιστικός
- η , ό[ν] 1. относящийся к перевозке (о расходах и т. п.); транспортный (о судне);2.:
τα μετακομιστικά — плата за перевоз(ку) (вещей и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα μετακομιστικά — плата за перевоз(ку) (вещей и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετακομιστικός — ή, ό (Α μετακομιστικός, ή, όν [μετακομίζω] αυτός που κάνει μετακόμιση, μεταφορά φορτίου νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετακομιστικά η δαπάνη που απαιτείται για τη μετακόμιση … Dictionary of Greek